- ἐγχειρογάστωρ
- ἐγχειρο-γάστωρ, ορος, ὁ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐγχειρογαστόρων — ἐγχειρογάστωρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχειρογάστορας — ἐγχειρογάστωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχειρογάστορες — ἐγχειρογάστωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχειρογάστορος — ἐγχειρογάστωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγχειρογάστορσι — ἐγχειρογάστωρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… … Dictionary of Greek