ἐγχειρογάστωρ

ἐγχειρογάστωρ
ἐγχειρο-γάστωρ, ορος, ,
A = γαστρόχειρ, Cleanth. ap. Clearch.16, Zonar.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐγχειρογαστόρων — ἐγχειρογάστωρ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχειρογάστορας — ἐγχειρογάστωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχειρογάστορες — ἐγχειρογάστωρ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχειρογάστορος — ἐγχειρογάστωρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγχειρογάστορσι — ἐγχειρογάστωρ masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαστήρ — η (AM γαστήρ) 1. η κοιλιά, το μέρος τού σώματος που περιέχει τα σπλάχνα, ανάμεσα στον θώρακα και στους μηρούς 2. το στομάχι 3. φρ. α) «βόσκειν ἥν γαστέρα» να γεμίσει την κοιλιά του Όμ. β) «γαστέρες οἶον» μόνο κοιλιές, μόνο για φαΐ (Ησίοδ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”